- φαραωκτόνος
- ὁ, Μ(κυρίως ως προσωνυμία τού Μωϋσέως) αυτός που κατάργησε την εξουσία τών φαραώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < φαραώ + -κτόνος (< κτόνος < κτείνω), πρβλ. παιδο-κτόνος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-κτόνος — (AM κτόνος) β συνθετικό λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο ρ. κτείνω και που δηλώνει τον φονέα αυτού που σημαίνει το α συνθετικό (πρβλ. αδελφοκτόνος, πατροκτόνος). Σπανίως απαντά ως προπαροξύτονο με παθ. σημ. (ταυρόκτονος «αυτός που σκοτώθηκε από… … Dictionary of Greek